ενικός         πληθυντικός  
impulse impulses

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

impulse (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η παρόρμηση, η έμπνευση, μια ξαφνική έντονη επιθυμία ή ανάγκη να κάνω κάτι
    ⮡  an irresistible impulse - μια ακατανίκητη παρόρμηση
    ⮡  Acting on impulse, I jumped aside and like so escaped death.
    Σαν από έμπνευση πήδησα στο πλάι κι έτσι γλύτωσα το θάνατο.
  2. (φυσική) η ώθηση