impulse
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
impulse | impulses |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαimpulse (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η παρόρμηση, η έμπνευση, μια ξαφνική έντονη επιθυμία ή ανάγκη να κάνω κάτι
- ⮡ an irresistible impulse - μια ακατανίκητη παρόρμηση
- ⮡ Acting on impulse, I jumped aside and like so escaped death.
- Σαν από έμπνευση πήδησα στο πλάι κι έτσι γλύτωσα το θάνατο.
- (φυσική) η ώθηση
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- impulse - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 285, 669. ISBN 9780194325684., λήμμα: έμπνευση, παρόρμηση