έξωση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έξωση | οι | εξώσεις |
γενική | της | έξωσης & εξώσεως |
των | εξώσεων |
αιτιατική | την | έξωση | τις | εξώσεις |
κλητική | έξωση | εξώσεις | ||
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- έξωση < (διαχρονικό) ελληνιστική κοινή ἔξωσις (εκκένωση, αρχαία σημασία: μετατόπιση) < αρχαία ελληνική ἐξωθέω / ἐξωθῶ < ὠθέω / ὠθῶ (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική expulsion)[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈe.kso.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐ξω‐ση
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
έξωση θηλυκό
- (νομική) το διώξιμο ενός ενοικιαστή από το ακίνητο που νοικιάζει
- (λόγιο) το διώξιμο μονάρχη απ’ τη χώρα μετά από εκθρόνιση
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «έξωση» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.