↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἔξωσῐς αἱ ἐξώσεις
      γενική τῆς ἐξώσεως τῶν ἐξώσεων
      δοτική τῇ ἐξώσει ταῖς ἐξώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἔξωσῐν τὰς ἐξώσεις
     κλητική ! ἔξωσῐ ἐξώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐξώσει
γεν-δοτ τοῖν  ἐξωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἔξωσις < αρχαία ελληνική ἐξωθέω / ἐξωθῶ + -σις < ὠθέω / ὠθῶ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἔξωσις θηλυκό

  1. εξώθηση, σπρώξιμο
  2. αποβολή, αποπομπή
  3. (ιατρική) εξάρθρωση