πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ βάκτρον τὰ βάκτρ
      γενική τοῦ βάκτρου τῶν βάκτρων
      δοτική τῷ βάκτρ τοῖς βάκτροις
    αιτιατική τὸ βάκτρον τὰ βάκτρ
     κλητική ! βάκτρον βάκτρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βάκτρω
γεν-δοτ τοῖν  βάκτροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βάκτρον ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.