καταβάλλομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίακαταβάλλομαι < παθητική φωνή του ρήματος καταβάλλω < κατά + βάλλω
Ρήμα
επεξεργασίακαταβάλλομαι
- ρήμα που χρησιμοποιείται συχνότερα στο τρίτο πρόσωπο ενικού και πληθυντικού και σημαίνει την κατάθεση οφειλόμενου χρηματικού ποσού ή προσπάθειας για να αρθεί μια αντιξοότητα
- "Ο μισθός του καταβλήθηκε κανονικά"
- "Καταβάλλονται πολλές προσπάθειες για τη διάσωση του πιλότου"
- Οταν το υποκείμενο είναι πρόσωπο, σημαίνει την αφαίρεση δυνάμεων, σηματικών ή ψυχικών. Χρησιμοποιείται όμως συνήθως η μετοχή της παθητικής φωνής (είμαι καταβεβλημένος) ή η ενεργητική φωνή (με κατέβαλε η ασθένεια). Το καταβάλλομαι σπάνια χρησιμοποιείται στο πρώτο ή δεύτερο πρόσωπο στη νεοελληνική γλώσσα, αν και μερικές φορές μπορεί κάποιος να πει
- "Νιώθω να καταβάλλομαι από τον πυρετό"
- "Σε καταλαβαίνω. Καταβάλλεσαι από όλες αυτές τις αντιξοότητες"
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταβάλλομαι
|