ακουμπιστήρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ακουμπιστήρι | τα | ακουμπιστήρια |
γενική | του | ακουμπιστηριού | των | ακουμπιστηριών |
αιτιατική | το | ακουμπιστήρι | τα | ακουμπιστήρια |
κλητική | ακουμπιστήρι | ακουμπιστήρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ακουμπιστήρι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαακουμπιστήρι ουδέτερο
- γενική ονομασία για αντικείμενο που το χρησιμοποιούμε για να ακουμπάμε
- (μεταφορικά) άτομο που μας προσφέρει προστασία