Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cane canes

cane (en)

  • το μπαστούνι, το ραβδί
      He has difficulties walking without a cane.
    Δυσκολεύεται να περπατήσει χωρίς μπαστούνι.
ενεστώτας cane
γ΄ ενικό ενεστώτα canes
αόριστος caned
παθητική μετοχή caned
ενεργητική μετοχή caning

cane (en)

  • ραβδίζω
      I caned him so he wouldn’t do it again.
    Τον ράβδισα για να μην το ξανακάνει.

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cane canes

cane (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  •  δείτε τη λέξη canard