cane
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cane | canes |
cane (en)
- το μπαστούνι, το ραβδί
- ⮡ He has difficulties walking without a cane.
- Δυσκολεύεται να περπατήσει χωρίς μπαστούνι.
- ⮡ He has difficulties walking without a cane.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | cane |
γ΄ ενικό ενεστώτα | canes |
αόριστος | caned |
παθητική μετοχή | caned |
ενεργητική μετοχή | caning |
cane (en)
- ραβδίζω
- ⮡ I caned him so he wouldn’t do it again.
- Τον ράβδισα για να μην το ξανακάνει.
- ⮡ I caned him so he wouldn’t do it again.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cane | canes |
cane (fr) θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη canard
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcane (it)
- (θηλαστικό ζώο) ο σκύλος