Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
ραβδίζοντας τις ελιές (φωτογραφία του 1900)

  Ετυμολογία επεξεργασία

ραβδίζω < αρχαία ελληνική ῥαβδίζω < ῥάβδος

  Ρήμα επεξεργασία

ραβδίζω

  1. χτυπώ κάποιον με ένα ραβδί, συνήθως εφαρμόζοντας μια σωματική ποινή
  2. χτυπώ τα κλαριά της ελιάς με ένα ραβδί, για να πέσει κάτω ο καρπός

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία