ελιά
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ελιά | οι | ελιές |
γενική | της | ελιάς | των | ελιών |
αιτιατική | την | ελιά | τις | ελιές |
κλητική | ελιά | ελιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ελιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἐλιά με συνίζηση < αρχαία ελληνική ἐλαία[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐λιά
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ελιά θηλυκό
- (δέντρο) αιωνόβιο και αειθαλές δένδρο με στιλπνά ωοειδή φύλλα, στρεβλό (συνήθως) κορμό, με γκρίζο φλοιό και καρπό ωοειδούς σχήματος και πράσινο και σκληρό περικάρπιο, που, όταν ωριμάσει, μαυρίζει και μαλακώνει. Καλλιεργείται κυρίως στις μεσογειακές χώρες
- ↪ φυτεύω ελιές
- ↪ έχει ένα κτήμα με ελιές
- ↪ Η θεά Αθηνά δώρισε στους Αθηναίους ένα κλαδί ελιάς.
- Πρότυπο:τρόφιμο ο καρπός του ομώνυμου δέντρου, που γίνεται βρώσιμος με ποικίλες ειδικές επεξεργασίες και είναι η πηγή για το μαγειρικό λάδι
- ↪ Μου αρέσουν οι μαύρες ελιές.
- μελανόχρωμη κηλίδα του δέρματος που συνήθως εξέχει κι οφείλεται στην υπερβολική έκκριση μελανίνης
- ↪ έχει μια ελιά στο μάγουλο
- το κρέας από το σβέρκο βοοειδών, ο σβέρκος
- (ανατομία) βουβώνας
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- ελαιο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ελαιο- στο Βικιλεξικό
- λιο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα λιο- στο Βικιλεξικό
και
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
δέντρο
|
καρπός
|
κηλίδα δέρματος
|
Επεξεργασία
- ↑ ελιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.