bludgeon
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbludgeon (en)
Ρήμα
επεξεργασίαbludgeon (en)
- (μεταβατικό) χτυπώ κάποιον στο κεφάλι με γκλομπ, ρόπαλο
- bludgeon one's way: ανοίγω δρόμο σπάζοντας κεφάλια, χρησιμοποιώντας ωμή βία
bludgeon (en)
bludgeon (en)