↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ῥοπᾰλο-
ονομαστική τὸ ῥόπαλον τὰ ῥόπαλ
      γενική τοῦ ῥοπάλου τῶν ῥοπάλων
      δοτική τῷ ῥοπάλ τοῖς ῥοπάλοις
    αιτιατική τὸ ῥόπαλον τὰ ῥόπαλ
     κλητική ! ῥόπαλον ῥόπαλ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥοπάλω
γεν-δοτ τοῖν  ῥοπάλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ῥόπᾰλον < ῥέπω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ῥόπᾰλον ουδέτερο

  1. το ρόπαλο για να χτυπάει κάποιος κάτι (π.χ. του Ηρακλή)
  2. το ραβδί για να στηρίζεται κάποιος, το μπαστούνι
  3. το πολεμικό όπλο (επικαλυμμένο με χαλκό ή σίδηρο)
  4. (μεταφορικά) εκείνο ή εκείνος που λειτουργεί τιμωρητικά
    Πειθόλαος τὴν Πάραλον ῥόπαλον τοῦ δήμου ἐκάλει

Συγγενικά

επεξεργασία