↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ῥοπή αἱ ῥοπαί
      γενική τῆς ῥοπῆς τῶν ῥοπῶν
      δοτική τῇ ῥοπ ταῖς ῥοπαῖς
    αιτιατική τὴν ῥοπήν τὰς ῥοπᾱ́ς
     κλητική ! ῥοπή ῥοπαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥοπᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ῥοπαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ῥοπή < θέμα ῥοπ- μεταπτωτική βαθμίδα που συναντάμε στο ῥέπω όπως και στο ῥόπαλον.[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ῥοπή θηλυκό

  1. (αρχική σημασία) η κλίση της ζυγαριάς, της πλάστιγγος
  2. η ροπή
  3. η κλίση προς τα κάτω
  4. (μεταφορικά) η κρίσιμη στιγμή, η καμπή, η σοβαρή τροπή των γεγονότων
    ⮡  ῥοπή τοῦ πολέμου
  5. ο θάνατος
    ⮡  ῥοπή βίου μοι
  6. επενέργεια, επιρροή, η τάση, η πιθανότητα
    ⮡  βλέπω δύο ῥοπάς: ἢ γὰρ θανεῖν δεῖ μ᾽ . . ἢ . .

Συγγενικά

επεξεργασία

θέμα ῥοπ-

θέμα ῥεπ-

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ροπή - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.