Δείτε επίσης: επιρρεπής
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐπιρρεπής τὸ ἐπιρρεπές
      γενική τοῦ/τῆς ἐπιρρεποῦς τοῦ ἐπιρρεποῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἐπιρρεπεῖ τῷ ἐπιρρεπεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐπιρρεπ τὸ ἐπιρρεπές
     κλητική ! ἐπιρρεπές ἐπιρρεπές
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐπιρρεπεῖς τὰ ἐπιρρεπ
      γενική τῶν ἐπιρρεπῶν τῶν ἐπιρρεπῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐπιρρεπέσ(ν) τοῖς ἐπιρρεπέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐπιρρεπεῖς τὰ ἐπιρρεπ
     κλητική ! ἐπιρρεπεῖς ἐπιρρεπ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐπιρρεπεῖ τὼ ἐπιρρεπεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἐπιρρεποῖν τοῖν ἐπιρρεποῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

ἐπιρρεπής, -ής, -ές

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις ἐπιρρέπω και ῥέπω

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.