Ετυμολογία

επεξεργασία
ῥοπάλη < μεταπλασμένος τύπος του ῥόπαλον, με αλλαγή από ουδέτερο σε θηλυκό γένος[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ῥοπάλη θηλυκό

Σημειώσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία