Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ῥοπάλη < μεταπλασμένος τύπος του ῥόπαλον, με αλλαγή από ουδέτερο σε θηλυκό γένος[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ῥοπάλη θηλυκό

Σημειώσεις επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ροπάλη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
  2. Pindari opera quae supersunt. Textum in genuina metra restituit et ..., Τόμος 1: «45. Σκύταλον ῥοπάλην Gl. γ»

  Πηγές επεξεργασία