ῥοπάλη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ῥοπάλη < μεταπλασμένος τύπος του ῥόπαλον, με αλλαγή από ουδέτερο σε θηλυκό γένος[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαῥοπάλη θηλυκό
- (γλώσσημα) άλλη μορφή του ῥόπαλον
- Στον Πίνδαρο Ολυμ. 9, 45[2]
Σημειώσεις
επεξεργασία- Η λέξη ῥοπάλην εμφανίζεται σε παλαιές εκδοχές του έργου Πινδάρου Ὀλυμπιονίκαις αλλά σε σημερινές εκδοχές εμφανίζεται η λέξη σκύταλον
Σύνθετα
επεξεργασία- ῥοπᾰληφορέω / ῥοπᾰληφορῶ - φέρνω ρόπαλον
Αναφορές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ῥοπάλη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.