σκύταλον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκῠ́τᾰλον < μεταπλασμένος τύπος του σκυτάλη με αλλαγή από θηλυκό σε ουδέτερο γένος, κατά τα ουδέτερα[1] → δείτε επίσης τη λέξη ῥοπάλη
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκῠ́τᾰλον ή σκῠ́τᾱλον[2] ουδέτερο
- ρόπαλο, σκυτάλη, μαγκούρα
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 9. Ἐφαρμόστῳ Ὀπουντίῳ παλαιστῇ, 29-31 [3]
- ἐπεὶ ἀντίον
πῶς ἂν τριόδοντος Ἡ-
ρακλέης σκύταλον τίναξε χερσίν,- Γιατί και πώς αλλιώς
τα χέρια του Ηρακλή το ρόπαλο
θα τίναζαν στην τρίαινα ενάντια, - Μετάφραση (2004): Ιωάννης Οικονομίδης, Αθήνα: Εταιρεία Ελληνικών Τυπογραφικών Στοιχείων @greek‑language.gr
- Γιατί και πώς αλλιώς
- ἐπεὶ ἀντίον
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 9. Ἐφαρμόστῳ Ὀπουντίῳ παλαιστῇ, 29-31 [3]
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σκύταλον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ↑ σκύταλον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012 «σκύτᾱλον: [ῠ], τό = σκυτάλη»
- ↑ Ψηφίδες, ανακτήθηκε στις 09/04/2024
Πηγές
επεξεργασία- σκύταλον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.