πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκυτάλη οι σκυτάλες
      γενική της σκυτάλης των σκυταλών
    αιτιατική τη σκυτάλη τις σκυτάλες
     κλητική σκυτάλη σκυτάλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκυτάλη θηλυκό

  1. μικρή ξύλινη ράβδος που χρησιμοποιείται στο αγώνισμα της σκυταλοδρομίας
  2. στην αρχαία Σπάρτη είχε την έννοια του αγγέλματος, εντολής ή μηνύματος των Εφόρων, καθώς σκυτάλη ονομαζόταν κυλινδρικό ραβδί με κρυπτογραφημένο μήνυμα στο εσωτερικό του, που χρησιμοποιούνταν για μυστικές διαταγές

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • παραδίδω τη σκυτάλη : αναθέτω σε κάποιον να συνεχίσει το έργο μου
  • παίρνω τη σκυτάλη : διαδέχομαι κάποιον στη θέση του και συνεχίζω το έργο του

Μεταφράσεις

επεξεργασία