σκυταλοδρομία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασκυταλοδρομία θηλυκό
- (αθλητισμός) αγώνισμα δρόμου όπου ένας αθλητής παραδίδει σκυτάλη σε επόμενο
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκυταλοδρομία