Ετυμολογία

επεξεργασία
relais < relai < relayer

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
relais relais

relais (fr) αρσενικό

  1. ομάδα σκύλων που περιμένει σε ένα μέρος ενός κυνηγιού για να αντικαταστήσει τους κουρασμένους σκύλους
  2. (παρωχημένο) άλογα που αντικαθιστούσαν κουρασμένα άλογα, π.χ. για το ταχυδρομείο
  3. ξενοδοχείο, πανδοχείο, μοτέλ
     συνώνυμα: auberge, hôtel, motel
  4. τρόπος οργάνωσης μιας εργασίας όπου μια ομάδα εργατών αντικαθιστά μια άλλη, ώστε να μη σταματάει η εργασία
  5. τόπος όπου μπορούν να αναπαυθούν ταξιδιώτες κατά τη διάρκεια ενός πολυήμερου ταξιδιού
  6. μεσάζων
     συνώνυμα: intermédiaire
  7. (κατ' αποκοπή) κάτι που χρησιμεύει σαν ενδιάμεσο στάδιο για κάτι άλλο
    → δείτε τις λέξεις crédit-relais και prêt-relais
  8. (τεχνολογία) σύστημα που δέχεται ένα είδος ενέργειας και το αυξάνει προτού το αποστείλει σε άλλο μέρος
  9. η σκυτάλη