Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
auberge auberges

auberge (fr) θηλυκό

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • on n'est pas sorti de l'auberge - θα ταλαιπωρηθούμε έως ότου τελειώσουμε αυτή τη δουλειά

Συγγενικά

επεξεργασία