Ετυμολογία

επεξεργασία
témoin < λατινική testimonium

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /te.mwɛ̃/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
témoin témoins

témoin (fr) αρσενικό

  1. ο μάρτυρας
  2. η σκυτάλη
    → δείτε τη λέξη course de relais

Συγγενικά

επεξεργασία