ροπαλοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ροπαλοφόρος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ροπαλοφόρος < ρόπαλ(ον) + -φόρος (< φέρω)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɾo.pa.loˈfo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρο‐πα‐λο‐φό‐ρος
Επίθετο
επεξεργασίαροπαλοφόρος, -ος, -ο
- που κρατάει ρόπαλο
- ⮡ όρμησαν ροπαλοφόροι χούλιγκαν και τα έκαναν γυαλιά καρφιά
- ⮡ ροπαλοφόρος Ηρακλής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαροπαλοφόρος αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ροπαλοφόρος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ροπαλοφόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας