↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀλετρίβανος οἱ ἀλετρίβανοι
      γενική τοῦ ἀλετριβάνου τῶν ἀλετριβάνων
      δοτική τῷ ἀλετριβάν τοῖς ἀλετριβάνοις
    αιτιατική τὸν ἀλετρίβανον τοὺς ἀλετριβάνους
     κλητική ! ἀλετρίβανε ἀλετρίβανοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀλετριβάνω
γεν-δοτ τοῖν  ἀλετριβάνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀλετρίβανος < ἀλέω + τρίβω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀλετρίβανος, -ου αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία