ἀλετρίβανος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀλετρίβανος | οἱ | ἀλετρίβανοι |
γενική | τοῦ | ἀλετριβάνου | τῶν | ἀλετριβάνων |
δοτική | τῷ | ἀλετριβάνῳ | τοῖς | ἀλετριβάνοις |
αιτιατική | τὸν | ἀλετρίβανον | τοὺς | ἀλετριβάνους |
κλητική ὦ! | ἀλετρίβανε | ἀλετρίβανοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀλετριβάνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀλετριβάνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀλετρίβανος < ἀλέω + τρίβω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀλετρίβανος, -ου αρσενικό
- (κουζινικά) κόπανος, γουδοχέρι
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 259 (259-260)
- [ΠΟ.] οἴσεις ἀλετρίβανον τρέχων; [ΚΥ.] ἀλλ᾽, ὦ μέλε, | οὐκ ἔστιν ἡμῖν· ἐχθὲς εἰσῳκίσμεθα.
- [ΠΟΛ.] Φέρε ένα γουδοχέρι. [ΤΑΡ.] Πού να τό ᾽βρω; | χτες μόλις κουβαλήσαμε, καημένε.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- [ΠΟ.] οἴσεις ἀλετρίβανον τρέχων; [ΚΥ.] ἀλλ᾽, ὦ μέλε, | οὐκ ἔστιν ἡμῖν· ἐχθὲς εἰσῳκίσμεθα.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 282 (281-282)
- [KY.] ἀπόλωλε γὰρ | καὶ τοῖς Λακεδαιμονίοισιν ἁλετρίβανος.
- [ΤΑΡ.] Κι η Σπάρτη πια γουδόχερο δεν έχει.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- [KY.] ἀπόλωλε γὰρ | καὶ τοῖς Λακεδαιμονίοισιν ἁλετρίβανος.
- ≈ συνώνυμα: ἄκμων, δοῖδυξ, λάκτις, ὕπερος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 259 (259-260)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀλετρίβανος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀλετρίβανος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.