σκαφίδι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκαφίδι | τα | σκαφίδια |
γενική | του | σκαφιδιού | των | σκαφιδιών |
αιτιατική | το | σκαφίδι | τα | σκαφίδια |
κλητική | σκαφίδι | σκαφίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκαφίδι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σκαφίδιον, υποκοριστικό του σκάφη + -ίδιον (-ίδι)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /skaˈfi.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκα‐φί‐δι
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκαφίδι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) σκάφη[1] κυρίως για το ζύμωμα του ψωμιού
- (μέσο μεταφορών, ναυτικός όρος) μικρό πλεούμενο
Παράγωγα επεξεργασία
- σκαφιδάκι (υποκοριστικό)
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη σκάβω
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκαφίδι
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σκαφίδι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)