πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκαφίδι τα σκαφίδια
      γενική του σκαφιδιού των σκαφιδιών
    αιτιατική το σκαφίδι τα σκαφίδια
     κλητική σκαφίδι σκαφίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκαφίδι ουδέτερο

  1. (λαϊκότροπο) σκάφη[1] κυρίως για το ζύμωμα του ψωμιού
    ή μικρή σκάφη[2]
  2. (μέσο μεταφορών, ναυτικός όρος) μικρό πλεούμενο

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη σκάβω

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. σκαφίδι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)