ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σκᾰφῐδῐο-
ονομαστική τὸ σκαφίδιον τὰ σκαφίδι
      γενική τοῦ σκαφιδίου τῶν σκαφιδίων
      δοτική τῷ σκαφιδί τοῖς σκαφιδίοις
    αιτιατική τὸ σκαφίδιον τὰ σκαφίδι
     κλητική ! σκαφίδιον σκαφίδι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκαφιδίω
γεν-δοτ τοῖν  σκαφιδίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκαφίδιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκαφίδιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)