Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἴγδη < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἴγδη, -ης θηλυκό

  • γουδί
    Ἴγδη: ἡ θυῖα, ἔνθα μίσγομεν τὰ ἀρτύσματα (Γουδιανό Ετυμολογικό-Etymologicum Gudianum, Ι, 271, 15)
    ※  5ος αιώνας πκε Ἱπποκράτης, Περὶ γυναικείης φύσιος, (De natura muliebri), 88,@scaife.perseus
    Ἢν τὸ χορίον μὴ ὑποχωρέῃ, κόνυζαν τρίψας, ἐν εἰρίῳ ποιήσας πρόσθεμα, προστιθέναι, καὶ τῇ ἴγδῃ οἴνῳ διατρίψας, δοῦναι πιεῖν.
    ※  5ος αιώνας πκε Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 1.103,@scaife.perseus
    Ἔμπλαστρον· μίσυ κατακαύσας, τρῖβε ἐν ἴγδῃ·

Συνώνυμα επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • Το λεξικό Liddell-Scott θεωρεί τον τύπο αυτό μάλλον λανθασμένο.

  Πηγές επεξεργασία