Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκορδαλιά οι σκορδαλιές
      γενική της σκορδαλιάς των σκορδαλιών
    αιτιατική τη σκορδαλιά τις σκορδαλιές
     κλητική σκορδαλιά σκορδαλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ένα πιάτο σκορδαλιά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκορδαλιά < σκόρδο + αλιάδα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκορδαλιά θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία