σκόροδον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σκόροδον | τὰ | σκόροδᾰ |
γενική | τοῦ | σκορόδου | τῶν | σκορόδων |
δοτική | τῷ | σκορόδῳ | τοῖς | σκορόδοις |
αιτιατική | τὸ | σκόροδον | τὰ | σκόροδᾰ |
κλητική ὦ! | σκόροδον | σκόροδᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκορόδω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σκορόδοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκόροδον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκόροδον, -ου ουδέτερο