σκόρδον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σκόρδον | τὰ | σκόρδᾰ | ||||
γενική | τοῦ | σκόρδου | τῶν | σκόρδων | ||||
δοτική | τῷ | σκόρδῳ | τοῖς | σκόρδοις | ||||
αιτιατική | τὸ | σκόρδον | τὰ | σκόρδᾰ | ||||
κλητική ὦ! | σκόρδον | σκόρδᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκόρδω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | σκόρδοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκόρδον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σκόροδον με αποβολή του ο (σκόρ(ο)δον, ανομοίωση των ο) [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκόρδον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σκόρδο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- σκόρδον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.