πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκόρδο τα σκόρδα
      γενική του σκόρδου των σκόρδων
    αιτιατική το σκόρδο τα σκόρδα
     κλητική σκόρδο σκόρδα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκόρδο ουδέτερο

άνθος σκόρδου
2 κεφάλια (το ένα ολόκληρο) και 2 σκελίδες σκόρδου
  1. (φυτό) φυτό του γένους Allium, με βολβοειδή ρίζα, που έχει έντονη μυρωδιά και χρησιμοποιείται ευρέως στη μαγειρική (επιστημονική ονομασία:Allium sativum)
  2. (λαχανικό) o βολβός του φυτού αυτού που χρησιμοποιείται στη μαγειρική για την έντονη μυρωδιά του και τη χαρακτηριστική του καυστική γεύση

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία