↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βολβοειδής η βολβοειδής το βολβοειδές
      γενική του βολβοειδούς* της βολβοειδούς του βολβοειδούς
    αιτιατική τον βολβοειδή τη βολβοειδή το βολβοειδές
     κλητική βολβοειδή(ς) βολβοειδής βολβοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βολβοειδείς οι βολβοειδείς τα βολβοειδή
      γενική των βολβοειδών των βολβοειδών των βολβοειδών
    αιτιατική τους βολβοειδείς τις βολβοειδείς τα βολβοειδή
     κλητική βολβοειδείς βολβοειδείς βολβοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βολβοειδής < (ελληνιστική κοινή)

  Επίθετο

επεξεργασία

βολβοειδής, -ής, -ές

  Μεταφράσεις

επεξεργασία