• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

aglio

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ιταλικά (it)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
    • 1.4 Πηγές

Ιταλικά (it)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
aglio < (κληρονομημένο) λατινική alium

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈaʎ.ʎo/
ⓘ  (βοήθεια·αρχείο)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

aglio (it)

  • (λαχανικό) σκόρδο

Πηγές

επεξεργασία
  • aglio - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=aglio&oldid=6495859"
Τελευταία επεξεργασία στις 19 Νοεμβρίου 2023, στις 11:19

Γλώσσες

    • Azərbaycanca
    • Català
    • Corsu
    • Čeština
    • Dansk
    • Deutsch
    • English
    • Esperanto
    • Español
    • Eesti
    • Euskara
    • Suomi
    • Français
    • Galego
    • Magyar
    • Հայերեն
    • Bahasa Indonesia
    • Ido
    • Íslenska
    • Italiano
    • 日本語
    • ಕನ್ನಡ
    • 한국어
    • Kurdî
    • Кыргызча
    • Malagasy
    • Македонски
    • Nederlands
    • Norsk
    • Occitan
    • Polski
    • Română
    • Armãneashti
    • Русский
    • Sicilianu
    • Sängö
    • Soomaaliga
    • Svenska
    • Тоҷикӣ
    • ไทย
    • Tagalog
    • Türkçe
    • Oʻzbekcha / ўзбекча
    • Vèneto
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 19 Νοεμβρίου 2023, στις 11:19. Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας