βασκανία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βασκανία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βασκανία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βασκανία θηλυκό
- η (μαγικού τύπου) κακή επίδραση που ασκείται πάνω σε κάποιον (ή κάτι) από άνθρωπο ο οποίος κοιτάζει με φθόνο ή με θαυμασμό που υποκρύπτει φθόνο
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βασκανία