Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομογενοποιημένος η ομογενοποιημένη το ομογενοποιημένο
      γενική του ομογενοποιημένου της ομογενοποιημένης του ομογενοποιημένου
    αιτιατική τον ομογενοποιημένο την ομογενοποιημένη το ομογενοποιημένο
     κλητική ομογενοποιημένε ομογενοποιημένη ομογενοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομογενοποιημένοι οι ομογενοποιημένες τα ομογενοποιημένα
      γενική των ομογενοποιημένων των ομογενοποιημένων των ομογενοποιημένων
    αιτιατική τους ομογενοποιημένους τις ομογενοποιημένες τα ομογενοποιημένα
     κλητική ομογενοποιημένοι ομογενοποιημένες ομογενοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ομογενοποιημένος < ομογενής -ο- + ποιημένος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική homogénéisé)

  Μετοχή επεξεργασία

ομογενοποιημένος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία