ομογενοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ομογενοποίηση | οι | ομογενοποιήσεις |
γενική | της | ομογενοποίησης* | των | ομογενοποιήσεων |
αιτιατική | την | ομογενοποίηση | τις | ομογενοποιήσεις |
κλητική | ομογενοποίηση | ομογενοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ομογενοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ομογενοποίηση < ομογενής -ο- + ποίηση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική homogénéisation)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ομογενοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία και το αποτέλεσμα του ομογενοποιώ
Συγγενικά επεξεργασία
- ομογενοποιημένος
- ομογενοποιώ
- → δείτε τις λέξεις ομογενής, ομού και γίνομαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
ομογενοποίηση