homogénéisation
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
homogénéisation | homogénéisations |
homogénéisation (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
homogénéisation | homogénéisations |
homogénéisation (fr) θηλυκό