Ετυμολογία

επεξεργασία
ομογενοποιώ < ομογενής -ο- + ποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική homogénéiser)

ομογενοποιώ (παθητική φωνή: ομογενοποιούμαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία