συνοδευτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίασυνοδευτικός < συνοδεύ(ω) + -τικός
Επίθετο
επεξεργασίασυνοδευτικός, -ή, -ό
- που συνοδεύει κάτι
- (για άψυχα) συχνά το συνημμένο, που επεξηγεί κάτι άλλο, προσθέτει σημαντικές πληροφορίες ή ουσιώδεις λεπτομέρειες και πρέπει να συμπαρουσιαστεί ή να αποσταλεί μαζί με το κυρίως έγγραφο/έκθεση
- συνοδευτικό έγγραφο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συνοδευτικός