κοπάνισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κοπάνισμα < κοπανίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κοπάνισμα ουδέτερο
- η ενέργεια του κοπανίζω, η μετατροπή κάποιου υλικού (συνήθως συστατικού για μαγείρεμα) σε μικρούς κόκκους ή σκόνη, το χτύπημα και η άσκηση πίεσης πάνω του με κάτι σχετικά βαρύ (πχ. γουδοχέρι μέσα σε γουδί)
- το κοπάνισμα του καφέ, το κοπάνισμα του σιταριού
- το να χτυπήσω κάτι δυνατά και επανειλημμένα
- το κοπάνισμα των ρούχων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κοπάνισμα
|