σοβατζής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /so.vaˈd͡zis/
Ουσιαστικό
επεξεργασίασοβατζής αρσενικό
- (επάγγελμα) εργάτης οικοδομών που είναι ειδικευμένος στο σοβάτισμα, εξωτερικό ή εσωτερικό, χειρωνακτικά ή μηχανικά
Άλλες μορφές
επεξεργασία- σουβατζής (σπάνιο)