Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
φυσιγγ-
ονομαστική φῦσιγξ οἱ φύσιγγες
      γενική τοῦ φύσιγγος τῶν φυσίγγων
      δοτική τῷ φύσιγγ τοῖς φύσιγξ(ν)
    αιτιατική τὸν φύσιγγ τοὺς φύσιγγᾰς
     κλητική ! φῦσιγξ φύσιγγες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φύσιγγε
γεν-δοτ τοῖν  φυσίγγοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φάλαγξ' όπως «φάλαγξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φῦσιγξ < φῦσ(α) + -ιγγ- [1] + (-ιγξ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φῦσιγξ αρσενικό

  1. περίβλημα βολβού, κυρίως για σκόρδο
  2. (ελληνιστική σημασία) πληγή φουσκάλας, κυρίως από κάψιμο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη φῦσα

  Αναφορές επεξεργασία

  1. φύσιγγα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία