φυσίγγιον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- φυσίγγιον < ελληνιστική κοινή φῦσιγξ, φυσιγγ- + υποκοριστικό επίθημα -ιον
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φυσίγγιον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το φυσίγγιο
Πηγές
επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .