Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μελάνη οι μελάνες
      γενική της μελάνης των μελανών
    αιτιατική τη μελάνη τις μελάνες
     κλητική μελάνη μελάνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μελάνη < μέλας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μελάνη θηλυκό (πληθυντικός μελάνες)

  • χρωματιστή υγρή ουσία που χρησιμοποιείται στη γραφή, στην τυπογραφία, στη σχεδίαση, στη ζωγραφική και αλλού

Εκφράσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία