↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μελάνη οι μελάνες
      γενική της μελάνης των μελανών
    αιτιατική τη μελάνη τις μελάνες
     κλητική μελάνη μελάνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μελάνη < μέλας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μελάνη θηλυκό (πληθυντικός μελάνες)

  • χρωματιστή υγρή ουσία που χρησιμοποιείται στη γραφή, στην τυπογραφία, στη σχεδίαση, στη ζωγραφική και αλλού

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία