μελάνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μελάνη | οι | μελάνες |
γενική | της | μελάνης | των | μελανών |
αιτιατική | τη | μελάνη | τις | μελάνες |
κλητική | μελάνη | μελάνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μελάνη < μέλας
Ουσιαστικό επεξεργασία
μελάνη θηλυκό (πληθυντικός μελάνες)
- χρωματιστή υγρή ουσία που χρησιμοποιείται στη γραφή, στην τυπογραφία, στη σχεδίαση, στη ζωγραφική και αλλού
Εκφράσεις επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- μελάνη στη Βικιπαίδεια