Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɑ̃kʁ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
encre encres

encre (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία