Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɑ̃.kʁi.je/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
encrier encriers

encrier (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία