μελανοδοχείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μελανοδοχείο < ελληνιστική κοινή μελανοδοχεῖον < αρχαία ελληνική μέλας + ελληνιστική κοινή δοχεῖον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.la.no.ðoˈçi.o/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμελανοδοχείο ουδέτερο
- ειδικό δοχείο που μέσα του φυλάσσεται μελάνη (για γράψιμο με κονδυλοφόρο)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μελανοδοχείο