μελανοδοχείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μελανοδοχείο < ελληνιστική κοινή μελανοδοχεῖον < αρχαία ελληνική μέλας + ελληνιστική κοινή δοχεῖον
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μελανοδοχείο ουδέτερο
- ειδικό δοχείο που μέσα του φυλάσσεται μελάνη (για γράψιμο με κονδυλοφόρο)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μελανοδοχείο