δεν πας να σε φυσήξει λίγος αέρας

Ετυμολογία

επεξεργασία
 δείτε τις λέξεις δεν και πας, προστακτική του πηγαίνω, να, σε, φυσήξει (εξαρτημένος τύπος του φυσάω), λίγος & αέρας

δεν πας να σε φυσήξει λίγος αέρας!

  • (ειρωνικό) προτροπή σε κάποιον που λέει ή απαιτεί παράλογα πράγματα, να ανανεωθεί στο ευεργετικό κλίμα του αέρα για να σκεφτεί λογικότερα

Μεταφράσεις

επεξεργασία