δεν πας να σε φυσήξει λίγος αέρας

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις δεν και πας, προστακτική του πηγαίνω, να, σε, φυσήξει (εξαρτημένος τύπος του φυσάω), λίγος & αέρας

  Έκφραση επεξεργασία

δεν πας να σε φυσήξει λίγος αέρας!

  • (ειρωνικό) προτροπή σε κάποιον που λέει ή απαιτεί παράλογα πράγματα, να ανανεωθεί στο ευεργετικό κλίμα του αέρα για να σκεφτεί λογικότερα

  Μεταφράσεις επεξεργασία