φυσήξει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαφυσήξει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος φυσώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φυσώ
- θα φυσήξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φυσώ