δεν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δεν < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δέν < οὐδέν με αποβολή του αρχικού άτονου φωνήεντος < αρχαία ελληνική οὐδέν (επίρρημα), ουδέτερο της αντωνυμίας οὐδείς[1]
Προφορά
επεξεργασία
Μόριο
επεξεργασία
δεν και δε
- αρνητικό μόριο που τίθεται πριν από ρηματικό τύπο οριστικής έγκλισης
- δε θα έρθω αύριο στο γραφείο
- σε ερωτήσεις, αντί προτροπής
- δεν έρχεσαι μαζί μας; (έλα μαζί μας)
- ανάμεσα σε επανάληψη του ίδιου ρήματος για να προσδώσει την έννοια του περίπου, σχεδόν
- έχει δεν έχει πέντε λεπτά που έφυγε
- πήρε δεν πήρε εκατό ευρώ
Σημειώσεις
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ δεν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας