Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

niet < (άμεσο δάνειο) ρωσική нет (όχι)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

niet (fr) αρσενικό

  1. το όχι, η άρνηση

  ΕπίρρημαΕπεξεργασία

niet (fr)

  1. (οικείο) όχι



Ολλανδικά (nl)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

 

  ΕπίρρημαΕπεξεργασία

niet (nl)

Χρησιμοποιείται για την παραγωγή αρνητικών προτάσεων.
  • δεν
    hij is niet daar - δεν είναι εκεί
    ik weet niet - δεν ξέρω