Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

niet (fr) αρσενικό

  1. το όχι, η άρνηση

Επίρρημα

επεξεργασία

Επίρρημα

επεξεργασία

niet (nl)

Χρησιμοποιείται για την παραγωγή αρνητικών προτάσεων.
  • δεν
    hij is niet daar - δεν είναι εκεί
    ik weet niet - δεν ξέρω