niet
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- niet < (άμεσο δάνειο) ρωσική нет (όχι)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
niet (fr) αρσενικό
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
niet (fr)
Ολλανδικά (nl)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
niet (nl)
- Χρησιμοποιείται για την παραγωγή αρνητικών προτάσεων.
- δεν
- hij is niet daar - δεν είναι εκεί
- ik weet niet - δεν ξέρω