Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φλάουτο τα φλάουτα
      γενική του φλάουτου των φλάουτων
    αιτιατική το φλάουτο τα φλάουτα
     κλητική φλάουτο φλάουτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ (Bach)
2ο μέρος, Courante
από την Παρτίτα για σόλο φλάουτο BWV 1013 (διάρκεια: 02'36'')

Πρόβλημα για να ακούσετε το αρχείο; Bοήθεια πολυμέσων.
 
Ένα φλάουτο.

  Ετυμολογία επεξεργασία

φλάουτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική flauto

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈfla.u.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φλά‐ου‐το

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φλάουτο ουδέτερο

  1. (μουσικό όργανο, πνευστό) που αποτελείται από ένα σωλήνα με τρύπες και κλειδιά κατά μήκος του και με στενό επιστόμιο στα πλάγια του πάνω άκρου του. Κρατιέται σε πλάγια θέση. Παλιότερα ήταν ξύλινο, γι' αυτό λέμε ότι ανήκει στην οικογένεια των ξύλινων πνευστών
     συνώνυμα: πλαγίαυλος
  2. ποτήρι σαμπάνιας, ψηλό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

φλάουτα και αυλοί:

παραδοσιακά όργανα:

  Μεταφράσεις επεξεργασία